υπάκοος

υπάκοος
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. υπήκοος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπήκοος — ο, η / ὑπήκοος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπάκοος, ον, Α 1. αυτός που υπόκειται στην εξουσία ενός κράτους ή ενός ηγεμόνα (α. «τούς υπέταξε και τούς έκανε υπηκόους του» β. «Πέρσας Μήδων ὑπηκόους ἐποίησε», Ηρόδ.) 2. αυτός που ακολουθεί πιστά τις εντολές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”